συντελικῶν

συντελικῶν
συντελικός
belonging to
fem gen pl
συντελικός
belonging to
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • περιφραστικός — ή, ό / περιφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίφραση, αυτός που διατυπώνεται με περίφραση νεοελλ. φρ. «περιφραστικοί τύποι τού ρήματος» οι τύποι κυρίως τών συντελικών χρόνων που σχηματίζονται με τύπους τών… …   Dictionary of Greek

  • συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”